αφιλοχρηματία

αφιλοχρηματία
η бескорыстие, равнодушие к деньгам

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "αφιλοχρηματία" в других словарях:

  • αφιλοχρηματία — η (AM ἀφιλοχρηματία) η καταφρόνηση των χρημάτων …   Dictionary of Greek

  • ἀφιλοχρηματίας — ἀφιλοχρηματίᾱς , ἀφιλοχρηματία contempt for riches fem acc pl ἀφιλοχρηματίᾱς , ἀφιλοχρηματία contempt for riches fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφιλοχρηματίαν — ἀφιλοχρηματίᾱν , ἀφιλοχρηματία contempt for riches fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανιδιοτέλεια — η αφιλοχρηματία, αφιλο κέρδεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανιδιοτελής. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον καθηγητή και συγγραφέα Αλέξανδρο Ραγκαβή] …   Dictionary of Greek

  • αφιλοπλουτία — ἀφιλοπλουτία, η (Α) καταφρόνηση του πλούτου, αφιλοχρηματία …   Dictionary of Greek

  • ԱՆԸՆՉԱՍԻՐՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0149 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 10c, 12c գ. ἁφιλοχρηματία, ἁκτησία contemptus divitiarum, inopia Չունելն զսէր ընչից. արհամարհութիւն ընչից. անստացուածութիւն. *Անընչասիրութիւն նոցա յոյժ զարմանալի էր. Վրք. ածաբ.: *Եթէ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ανιδιοτέλεια — η αφιλοκέρδεια, αφιλοχρηματία: Ήταν γνωστός για την ανιδιοτέλειά του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αφιλοχρήματος — η, ο αυτός που δεν αγαπά τα χρήματα, ο αφιλόκερδος: Όλοι παραδέχονταν πως ήταν άνθρωπος αφιλοχρήματος. Ουσ. αφιλοχρηματία, η …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»